- υδρονομικός
- -ή, -ό, Ν [υδρονομή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρονομή ή στον υδρονομέα («υδρονομική υπηρεσία»)2. φρ. «υδρονομικά όργανα» — οι υδρονομείς και οι επόπτες υδρονομέων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρονομικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδρονομή ή με τον υδρονομέα (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)